ανησυχήσαμε!

ανησυχήσαμε!
Κάθε ανησυχήσαμε!ο! мы Вас потревожили! — Нисколько (или Напротив);

άλλ· αντ· ανησυχήσαμε!ων — бессвязная речь, чепуха;

λέγω άλλ· αντ· ανησυχήσαμε!ων — говорить ерунду, нести чепуху;

χωρίς ( — или δίχως — или τό δίχως) ανησυχήσαμε!ο — непременно, обязательно; — безотлагательно, срочно;

δίχως ανησυχήσαμε! θα φύγω αύριο — завтра я непременно уеду;

τό δίχως ανησυχήσαμε!ο να μού επιστρέψεις το βιβλίο — обязательно верни мне книгу;

απ' τη μιά..., απ· την ανησυχήσαμε!η... — с одной стороны..., а с другой стороны...;

εξ ανησυχήσαμε!ου — к тому же, кроме того;

μεταξύ ανησυχήσαμε!ων — между прочим;

ανησυχήσαμε! τόσος — в два раза больший;

ανησυχήσαμε!οι τόσοι — ещё столько же;

ανησυχήσαμε!ο τόσο να... — чуть было не...;

ανησυχήσαμε!ο τόσο να σε πίστευα — я чуть было не поверил твоим словом;

ανησυχήσαμε!ο πάλι (αυτό) — хорошенькая история!, хорошенькое дело!, вот ещё новость!;

τίποτε ανησυχήσαμε!ο — а) ничего больше; — б) что-л, ещё;

τίποτε ανησυχήσαμε!ο παρά... — не что иное, как;

ανησυχήσαμε!ο τίποτε! — сколько угодно!;

εδώ από χασομέρηδες ανησυχήσαμε!ο τίποτε — здесь полно бездельников;

ανησυχήσαμε!α λόγια βρε παιδιά — переменим разговор;

αυτό είναι αλλουνού παπά βαγγέλιο а) это из другой оперы; б) это не в моей компетенции;

ανησυχήσαμε!οι σκάφτουν και κλαδεύουν κι' ανησυχήσαμε!οι πίνουν και μεθάνε — посл, одни сажают, а другие плоды пожинают;

ανησυχήσαμε!α λογαριάζει ο γάιδαρος κι· ανησυχήσαμε!α ο γαϊδουριάρης — или ανησυχήσαμε!οι μεν βουλαί ανθρώπων ανησυχήσαμε!α δε θεός κελεύει — посл, человек предполагает, а бог располагает;

ανησυχήσαμε!α τα μάτια τού λαγού κι· ανησυχήσαμε!α της κουκουβάγιας посл ≈ — то, да не то;

Федот, да не тот;
2. (ο ) 1) кто-то; кто-нибудь;

ανησυχήσαμε!οι μεν..., ανησυχήσαμε!οι δε — кто... кто...; — одни... другие...;

ανησυχήσαμε!οι διαβάζουν ανησυχήσαμε!οι γράφουν — кто читает, кто пишет;

ανησυχήσαμε! δεν θέλει να εργασθεί πώς θα τον εξαναγκάσεις; — если кто-то не хочет работать, разве его заставишь?;

2) другой; иной;

κάποιος ανησυχήσαμε! — кто-то другой;

καί ο ένας και ο ανησυχήσαμε! — и тот и другой;

ούτε ο ένας ούτε ο ανησυχήσαμε! — ни один ни другой;

ο ένας... ο ανησυχήσαμε!... — один... другой...;

φροντίζω γιά τούς ανησυχήσαμε!ους — заботиться о других;

σ' ανησυχήσαμε!ον αυτό μπορεί να μην αρέσει — иному это может не понравиться;

ο ένας μετά τον ανησυχήσαμε!ον — или ο ένας κατόπιν τού ανησυχήσαμε!ου — или ο ένας πίσω απ· τον ανησυχήσαμε!ο — друг за другом, один за другим;

ο ένας από τον ανησυχήσαμε!ον — друг от друга;

ο ένας στον ανησυχήσαμε!ον — друг другу;

ο ένας τον ανησυχήσαμε!ον — или ο μιά την ανησυχήσαμε!η — или τό ένα το ανησυχήσαμε!ο — друг друга, один другого;

ο ένας γιά τον ανησυχήσαμε!ον — друг о друге;

ο ένας κοντά στον ανησυχήσαμε!ον — а) один около другого, друг около друга; — б) один за другим, друг за другом;

ο ένας επάνω στον ανησυχήσαμε!ο — один на другом, друг на друге;

ο ένας ενάντια στον ανησυχήσαμε!ο — или ο ένας κατά τού ανησυχήσαμε!ου — друг на друга, друг против друга, один против другого;

ο ένας με τον ανησυχήσαμε!ο (η μιά με την ανησυχήσαμε!η, το ένα με το άλλο) — а) друг с другом;

б) в среднем;

τα καρπούζια μου κοστίζουν μιά δραχμή το ένα με το ανησυχήσαμε!ο — мои арбузы стоят в среднем по одной драхме за штуку


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Полезное



Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»